Η Κάσος ως βίωμα του Αρχιπελάγους - Προδημοσίευση
Οι μεταπολιτευτικές γενιές, όμως, δεν πρόλαβαν να βιώσουν με ένταση και ακρίβεια την εμπειρία του Αρχιπελάγους, όπως μας το παραδίδει ο Οδυσσέας Ελύτης, μέσα από τους «Προσανατολισμούς» του, καθώς οι μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις προκάλεσαν, στο μεταξύ, μια ριζική μετάλλαξη τοπίου και ανθρώπων.
Από την δεκαετία του ’80 κι έπειτα, τα Ελληνικά νησιά, άρχισαν να "βαραίνουν" από την άναρχη τουριστική αξιοποίηση, όπως, αντίστοιχα, πήρε κι ο τρόπος ζωής των νησιωτών να «αλαφρώνει», να μετατρέπεται από τρόπος επιβίωσης και καρποφόρος διάλογος με την γη και τα στοιχεία της φύσης σε "lifestyle", που με την γυαλάδα του βρίσκει μαζικότερη απήχηση - άρα και τουριστική πελατεία.
Από την άποψη αυτή, η Κάσος, ο εκτεταμένος αυτός βράχος στην ράδα των πλοίων ανάμεσα στην Κρήτη και στην Ρόδο, μπορεί δίχως υπερβολή να χαρακτηρισθεί βίωμα του Αρχιπελάγους, όπως κάποιοι από μας δεν το πρόλαβαν.
Πρωτοπήγα στην Κάσο, καθώς πύρωνε θείος Ιούλιος μήνας, μόλις το 2008. Χωρίς να το προσδοκώ και χωρίς να το κάνω συνειδητά, βρέθηκα άξαφνα να αναβαπτίζομαι σε νάματα, που θεωρούνται πια χαμένα για μεγάλο μέρος του Ελληνικού χώρου.
Με το που πάτησα το πόδι μου στο νησί, ήταν σαν να πέρασα μέσα από μια τρύπα του χώρου και του χρόνου και να μπήκα σε μιαν άλλη διάσταση.
Η θάλασσα διαυγής και πιστή στην γαλαζοπράσινη παλέτα του Αρχιπελάγους.
Η γη οικεία, στους γκρίζους και στους καφέ τόνους της πέτρας.
Κι ολόγυρα σπίτια φαγωμένα από τα στοιχεία της Φύσης κι από το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Εδώ κι εκεί, παντού, ξύλα... Ξύλα από πόρτες παλιές, παραθυρόφυλλα, ντουλάπια. Ξύλα σαν από ταξίδια σπιτιών κι ανθρώπων, που δεν τέλειωσαν, κομμάτια ζωής, που ψάχνει τον δρόμο της. Άλλοτε τον βρίσκει, άλλοτε όχι – αλλά πάντα επιμένει, ακόμη επιμένει, πάντα επιμένει.
Κι ύστερα, οι άνθρωποι. Λίγοι είναι και πέφτεις συνέχεια πάνω τους. Όπου και να πας, τους ίδιους συναντάς ξανά και ξανά… Στην Μπούκα το πρωί, στην παραλία του Εμπορειού το μεσημέρι, στα νωχελικά στενάκια της Αγιά-Μαρίνας, το απόγευμα…
Όσο περνούσαν οι μέρες, ένοιωσα να αφομοιώνομαι – γλυκά, όμως - στο περιβάλλον του νησιού, γιατί ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι, βία 1000 ψυχές όλες κι όλες, που έχουν απομείνει στο νησί, μ’ είχαν κιόλας αγκαλιάσει γενναιόδωρα, αλλά δίχως βία ή πίεση. Όπως, δηλαδή, θ’ αγκάλιαζαν κι έναν δικό τους, έναν συγγενή ή φίλο ξενιτεμένο, που τον ξαναβρήκαν έπειτα από καιρό. Με χαιρετούσαν μ’ ένα νεύμα οικειότητας, μου μιλούσαν στον δρόμο απλά κι όπως τύχει, χωρίς επιτήδευση, χωρίς επιφυλακτικότητα.
Με κάποιον τρόπο σχεδόν μαγικό, ήξεραν ήδη ποιός είμαι, πότε ήρθα και γιατί, ποιός άνεμος ή ποιος άνθρωπος μ’ έφερε στη γη τους. Τα νέα στην Κάσο μαθαίνονται ακόμη στόμα με στόμα και μαθαίνονται γρήγορα,. Τα μοιράζονται όλοι καλοπροαίρετα, γιατί τίποτε δεν χωρίζει τον ένα από τον άλλο, τίποτε δεν αρπάζει ο ένας από τον άλλο. Και δεν υπάρχει νέο πιο σπουδαίο από την άφιξη ενός «ξένου» στο νησί…
Ο κόσμος είναι απλός - από την φτιάξη του απλός. Κι οι Κασιώτες, είμαι σίγουρος, το ξέρουν: μόνον έτσι μπορώ να ερμηνεύσω την θετική τους στάση απέναντι σ’ όποιον πρωτοέρχεται στον τόπο τους.
Θυμάμαι τώρα την Λέλα Μαρκαντώνη, με την σπίθα του οράματος στο βλέμμα: μονάχη της διατηρεί άριστα ζωντανό, λειτουργικό, ένα παραδοσιακό Κασιώτικο σπίτι, το πατρικό της σπίτι, πάνω από το λιμανάκι της Μπούκας, και μου το άνοιξε διάπλατα, για να το δω και να το φωτογραφήσω.
Το ίδιο πνεύμα και το ίδιο όραμα είδα να σπιθίζει στο βλέμμα της οικογένειας Παπαδάκη, που μου άνοιξαν και το δικό τους υποδειγματικά αναστηλωμένο σπίτι και μου επέτρεψαν μια ματιά στο πώς μπορεί να ήταν η ενδο-οικιακή καθημερινότητα μιας παλιάς μεγάλης οικογένειας αρχόντων Κασιωτών.
Αναλογίζομαι, μετά, τον παπού και την γιαγιά, στο αυτοσχέδιο παραδοσιακό τυροκομείο, το «μητάτο» τους ψηλά στο βουνό, πλάι στον Άγιο Παντελεήμονα, να μου εξηγούν μέσα στο λιοπύρι υπομονετικά και γλαφυρά όλη την τυροκομική διαδικασία, σαν να λέγαν ιστορίες σε αγαπημένο εγγονό.
Χαμογελάω με τον Γιάννη, στον Εμπορειό, που μόλις πήγα να τον φωτογραφήσω, μούκανε νόημα να περιμένω να φορέσει την ναυτική τραγιάσκα του, λες και τόξερε πως «θάγραφε» έτσι καλύτερα στον φακό μου - και είχε βέβαια δίκηο.
..........
Μα πιο πολύ απ’ όλα κι απ’ όλους θυμάμαι τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια του Λυκείου, που με συγκέντρωση κι αφοσίωση ολοφάνερη χορεύανε τους παραδοσιακούς τους χορούς στο Κέντρο Νεότητας, εκείνο το βράδυ της 2ας Ιουλίου του 2008. Γρήγορα και μοιραία με συνεπήρανε κι εμένα, τον άμαθο κι άσχετο πρωτευουσιάνο, στους ρυθμούς τους, χωρίς να το καταλάβω.
Κι είναι κυρίως αυτό το τελευταίο στοιχείο, που μου δίνει την βεβαιότητα πως η μακρινή αυτή γωνιά του Αρχιπελάγους δεν έχει μόνο παρόν ανυποψίαστο για την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά έχει και μέλλον, έχει δυνατότητες ανάπτυξης, που, πατώντας πάνω στην παράδοση, θα καρποφορήσουνε την προκοπή, μπορούνε να καρποφορήσουνε την προκοπή!
Όλοι οι τόποι είναι πρωτίστως οι άνθρωποί τους και πρώτοι οι νέοι της Κάσου δείχνουν πως μπορούν να συγκεράσουν τις αντιθέσεις, μπορούν ακόμη και τις φυσικές αντιξοότητες να αξιοποιήσουν με φαντασία εφηβική και γόνιμη.
Η τουριστική ταυτότητα της Κάσου και η μελλοντική της ανάπτυξη δεν βρίσκεται στην άκρατη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, που ως πρακτική έχει ήδη δοκιμασθεί και χρεωκοπήσει αλλού. Βρίσκεται μάλλον εκεί όπου η με μέτρο αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών θα συναντήσει την παράδοση και τον σεβασμό στις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου, εκεί όπου ακόμα κι αυτή τούτη
η μεγάλη γεωγραφική απόσταση από την Αθήνα θα ενταχθεί αναπόσπαστα και δημιουργικά στην ταυτότητα αυτή, ώστε να αποτελέσει πόλο έλξης του συνειδητού ταξιδευτή - όχι του τυχαίου, περαστικού τουρίστα!
..........
Σημείωση: Προδημοσίευση μέρους από τον Πρόλογο του δίγλωσσου Λευκώματος "Kassos Timeless", με φωτογραφίες του Γιάννη Δ. Καρνεσιώτη, που προβλέπεται να κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις Εκδόσεις "C & P Ltd.", Αθήνα - Τηλ. 210 6741 332
1 σχόλιο:
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΓΕ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΗ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΑΚΙ ΜΑΣ
θα αναρτησω μερικες φωτογραφιες σου και στα blog σε ευχαριστω
η κασος θελη την διαφειμιση μας
καλα να περνας
Δημοσίευση σχολίου